Με τον όρο δυσλιπιδαιμία εννοείται η παθολογική κατάσταση της διαταραχής των λιπιδίων στο αίμα. Στα πλαίσια αυτής λογίζεται τόσο η αύξηση όσο και η ελάττωση των λιπιδίων και των λιποπρωτεϊνών από την οποία προκαλείται ζημιά στον οργανισμό.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΔΥΣΛΙΠΙΔΑΙΜΙΑΣ
Η δυσλιπιδαιμία έχει χαρακτηρισθεί αθόρυβη και ύπουλη καθώς το συνηθέστερο είναι ότι δεν προκαλεί συμπτώματα, δρώντας βλαπτικά στον αυλό των αρτηριών με το να τον στενεύει. Παραβλάπτεται έτσι η παροχή αίματος σε ζωτικά όργανα προκαλώντας συμπτώματα ισχαιμίας (μειωμένης παροχής αίματος).
Σπανιότερα όταν τα επίπεδα των λιπιδίων στον ορό είναι περισσότερο διαταραγμένα (όπως στις πρωτοπαθείς δυσλιπιδαιμίες) μπορεί να παρατηρηθούν αθροίσεις λιπιδίων στο δέρμα (όπως τα ξανθελάσματα στα βλέφαρα ή τα ξανθώματα των τενόντων), γεροντότοξο (μια λευκωτή στεφάνη στην περιφέρεια της ίριδας) ή παγκρεατίτιδα σε υπερτριγλυκεριδαιμία που συνήθως είναι δυσίατες.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΔΥΣΛΙΠΙΔΑΙΜΙΑΣ
Η θεραπεία της δυσλιπιδαιμίας γενικότερα προϋποθέτει ολιστική αντιμετώπιση: διόρθωση αιτίου δευτεροπαθούς δυσλιπιδαιμίας (πχ. υποθυρεοειδισμού), καθώς και ανίχνευση και αντιμετώπιση συνοδών νοσημάτων που αυξάνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο (πχ. παχυσαρκία, κάπνισμα, υπέρταση, υπερκατανάλωση αλκοόλ κ.α.).
Θεμέλιο στην αντιμετώπιση της δυσλιπιδαιμίας αποτελεί η υγειινοδιαιτητική αγωγή η οποία συνεπικουρείται όταν και εφόσον κριθεί απαραίτητο από τον θεράποντα ιατρό από την φαρμακευτική αγωγή.